20 Απρ 2013

«Μεροδούλι, μεροφάι. Υπομονή και δουλειά...» - Ο οικοδόμος στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια




 «Στη φωτογραφία ο αείμνηστος συνάδελφός μας 
Γιάννης Πάντος», Δρόμοι της Ειρήνης, φ.57, Οκτ. 1962

Ήμασταν από την Αθήνα, γύρω στους είκοσι εργατοτεχνίτες. Καλοκαίρι, μήνας Ιούνιος. Αναχωρήσαμε από την πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου απέναντι από το Εθνικό Θέατρο. Το ταξίδι κράτησε γύρω στις έξι ώρες κι από την Κόρινθο μέχρι την Τίρυνθα ήταν χωματόδρομος. Στη διάρκεια της διαδρομής είδαμε μπουλούκια από εργάτες να σκεπάζουν τις λακκούβες που δημιουργούσαν οι ρόδες των αυτοκινήτων. Η αμοιβή τους: ό,τι χρήματα έριχνε κάθε διερχόμενος, χωρίς καμιά υποχρέωση. Την πρώτη μέρα αρχίσαμε τη δουλειά στις έξι το πρωί. Πήγαμε ποδαρόδρομο, γύρω στα δυο χιλιόμετρα μέχρι το εργοτάξιο. Κουρασμένοι ήπιαμε έναν καφέ και μοιραστήκαμε σε ζευγάρια.

Κάθε μάστορας είχε το βοηθό του. Οι σιδεράδες άρχισαν το φτιάξιμο των πάγκων για να δώσουν σχήμα στα σίδερα του σκελετού. Το εργοτάξιο ήταν μεγάλο και σε επίπεδο έδαφος που προηγούμενα ήταν χωράφια. Το μεροκάματο οχτάωρο. Η ζέστη πάρα πολύ μεγάλη, όμως το καλαμπούρι και το τραγούδι δεν έλειπαν. Το συνεργείο αποτελείτο από τους ξερατζήδες που ετοίμαζαν το στεγνό χαρμάνι. Το έσπαγαν με τα φτυάρια και το ανακάτευαν ρίχνοντας νερό. Στη συνέχεια, οι τενεκετζήδες το κουβαλούσαν. Σήκωναν τον τενεκέ στον ώμο τους και τον μετέφεραν στο σημεία που θα καλουπώνονταν τα πέδιλα από τις κολόνες. Μετά, οι καλουπατζήδες σήκωναν τη σκαλωσιά για να αρχίσει το καλούπωμα των υποστυλωμάτων και των τοιχίων.

Θυμάμαι έναν τενεκετζή που του έλειπε το μισό αριστερό χέρι κάτω από τον αγκώνα. Σήκωνε με το δεξί τον τενεκέ μέχρι ένα ορισμένο ύψος και μετά, βοηθώντας με το αριστερό κότσι, τον ανέβαζε στον ώμο τον. Στη συνέχεια, τον αγκάλιαζε και τον άδειαζε. Είχε πάρει το κολάι, που λέμε. Οι σιδεράδες, λόγω του μεγάλου όγκου των υποστυλωμάτων και δοκών, γύριζαν σε γάντζους και κάμψεις πολύ χοντρά σίδερα, από 20 χιλιοστά μέχρι και 30 εκατοστά. Ονομάζαμε το εργαλείο κλειδί και στα πολύ χοντρά σίδερα το γύριζαν δυο και καμιά φορά και τρεις άντρες. Το συνεργείο των μπετατζήδων αποτελείτο από ντόπιους, από την Τίρυνθα, από το χωριό Κούτσι και λίγους από την Aθήvα. Μπετονιέρα δεν υπήρχε. Όλα γίνονταν με τα χέρια. Δεν υπήρχαν καρότσια με λαστιχένιες ρόδες κι έτσι δεν χρησιμοποιούνταν.

Η μέτρηση του αμμοχάλικου για τα χαρμάνια γινόταν με κουτιά που έφτιαχναν οι μαραγκοί. Ήταν τετράγωνα κουτιά, όπως είναι μια κούτα από χαρτόνι, στο επάνω χείλος του, δεξιά κι αριστερά, κάρφωναν ένα καδρόνι που οι άκρες του ήταν πελεκισμένες και γίνονταν στρογγυλές σαν σωλήνες, για να πιάνονται. Για να γεμίσουν το καλούπι των κολόνων ανέβαιναν μια ανεβασιά από μαδέρια σε μήκος μέχρι και δεκαπέντε μέτρα. Για να εργαστεί κανείς σαν τενεκετζής, έπρεπε να είναι πολύ δυνατός, έπαιρνε όμως και το μεγαλύτερο μεροκάματο. Ανάλογα, πού τοποθετούσε ο τενεκετζής στον ώμο του τον τενεκέ, αριστερά ή δεξιά, σχηματιζόταν, από την πολλή χρήση του τενεκέ, ένας αρκετά μεγάλος κάλος. Κι έτσι δεν πόναγε ο ώμος του. Ώσπου όμως να σχηματιστεί ο κάλος, έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός και στην αρχή υπέφερε.

'Οταν άρχιζε το καλούπωμα της πλάκας κι επειδή η οικοδομή είχε ύψος, οι καλουπατζήδες κατασκεύαζαν μια τετράγωνη μαγκανωσιά, τρία επί τρία μέτρα, και την έστρωναν με μαδέρια. Στη μέση ακριβώς άφηναν μια τρύπα για να ανεβοκατεβαίνουν σι κουβάδες, που ήταν σιδερένιοι και στρογγυλοί, με ένα συρματόσχοινο. Κάθε χαρμάνι ήταν τέσσερις κουβάδες, ο ένας κουβάς ανέβαινε κι ο άλλος κατέβαινε. Στο μαγκάνι δούλευαν τέσσερα άτομα για το ανέβασμα και το κατέβασμα των κουβάδων κι ένας άλλος ξεκοτσάριζε τον κουβά και τον άδειαζε σε στρωμένες λαμαρίνες. Ο Μαστρογιώργης, με βοηθό τον Ελπιδοφόρο, δούλευε πάνω στη σκαλωσιά πατώντας στο μαδέρι κι από κάτω ο Ελπιδοφόρος. Οι δυο τους καλούπωναν κάποιο τοιχίο, βάζοντας την τάβλα, μια-μια, δίπλα στην άλλη κατακόρυφα, και κάρφωναν. Τότε οι μάστοροι τοποθετούσαν τα σκεπάρνια στον ώμο τους. Σε μια στιγμή γλίστρησε το σκεπάρνι του Μαστρογιώργη κι έπεσε στο κεφάλι του βοηθού. Τον πήραν τα αίματα και ζαλιζόταν. Ευτυχώς, το ύψος δεν ήταν πολύ μεγάλο, υπήρχε ένα κουτί με φάρμακα κι απολυμάναμε την πληγή. Ο Θεός τον φύλαξε, γιατί το νοσοκομείο ήταν στο Ναύπλιο και δεν υπήρχε αυτοκίνητο.

'Οπως ανέφερα και παραπάνω, το εργοτάξιο ήταν μεγάλο και δούλευαν πολλοί ανειδίκευτοι εργάτες, οι πιο πολλοί αγρότες. 'Οταν ξεκαλούπωναν, οι πρόκες από τις τάβλες έπεφταν κάτω. Αν κάποιος πατούσε μια πρόκα, έπαιρνε ένα κλαπάκι, ένα μικρό σανιδάκι, και χτυπούσε την πατούσα του για να βγει το μολυσμένο αίμα. Το έργο έπρεπε να τελειώσει σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, γιατί υπήρχε ποινική ρήτρα όταν πέρναγε η προθεσμία. Η εταιρία έφερε έναν εργολάβο από το Ναύπλιο ο οποίος ανέλαβε ένα μέρος του έργου. Στο συνεργείο δούλευαν και οι δυο γιοι του. Ο ένας απ' αυτούς σπούδασε αργότερα στη Δραματική Σχολή κι έγινε ηθοποιός, είναι ο Βαγγέλης Καζάν, το πραγματικό του όνομα Καζαντζόγλου.

Το μεσημέρι τρώγαμε στην καντίνα, μια παράγκα από μπετονόξυλα. Μάγειρας ήταν ένας εργάτης, ο Παναγιώτης, και τα φαγητά όσπρια και ζυμαρικά της κακιάς ώρας. Το απόγευμα, μετά το πέρας της δουλειάς πηγαίναμε στον καταυλισμό. Ξεκούραση και το βράδυ στο χωριό, στην ταβέρνα. Στην παρέα μας ήταν ο Ντελιπέτρος που έπαιζε τα κουτάλια, δηλ. χτυπούσε στην παλάμη του δυο κουτάλια της σούπας κι ο μπάρμπα Ηλίας χόρευε τον καλύτερο ζεϊμπέκικο. Κατάγονταν και οι δυο από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας.

Πέρασαν έτσι μερικοί μήνες, ήρθαν τα κρύα του χειμώνα. Κρύο τσουχτερό. Τα σίδερα πάγωναν. Τα δάχτυλα των σιδεράδων έσκαγαν κι έτρεχαν αίματα. Το αντιμετώπιζαν κολλώντας τσιρότα. Τότε δεν υπήρχαν γάντια. Το πρωί, πριν αρχίσει η δουλειά, μαζεύαμε διάφορα ρετάλια ξύλα από τα πριονισμένα κι ανάβαμε φωτιά. Γύρω-γύρω οι άντρες κάπνιζαν τσιγάρο και μονολογούσαν.

- Παιδιά θα βγει το μεροκάματο σήμερα; 'Ενας έλεγε ότι κάνει πολύ κρύο κι ένας άλλος πρόσθετε συλλογισμένα:
- Ρε παιδιά τι θα γίνει με την οικογένεια; Άμα δεν δουλέψουμε, θα πεινάσουν τα παιδιά μας.

Μεροδούλι, μεροφάι. Υπομονή και δουλειά. Κουρασμένοι άνθρωποι. Παγωνιά. Τι να έκαναν; Υπομονή και κάργα, που λένε. 'Οταν σκέφτεσαι τα παιδιά σου, τι άλλο μπορείς να κάνεις; Παρ' όλη τη μαύρη κατάσταση, κάποιος έπιανε το τραγούδι κι οι άλλοι ακολουθούσαν. 'Ενα τραγούδι λαϊκό που έλεγε για τον πατέρα. «Ένας πατέρας βασανισμένος» κ.λ.π… Το Σαββατόβραδο οι άντρες συζητούσαν ποιος θα πάει στην Αθήνα. Και σ' εκείνον που αποφάσιζε να πάει, έδιναν τα χρήματα για τις οικογένειές τους -άλλοι έμεναν στο Αιγάλεω, κάποιος στο Περιστέρι. 'Ετσι γινόταν το ταχυδρομείο. Τελείωσε ο σκελετός του μπετόν. 'Ηρθε ο επιβλέπων νομομηχανικός με το επιτελείο του και παρέλαβε το έργο.

Στο μεταξύ, η εταιρία είχε αναλάβει άλλο έργο στο 'Αργος, μια προέκταση στο υφαντουργείο του Λαλουκιάτη. Εγκατασταθήκαμε σε διάφορα σπίτια. Εγώ με τον πατέρα μου σε ένα δωμάτιο, μαζί με άλλους δύο. Το εργοτάξιο ήταν μέσα στην πόλη. 'Οταν τελείωσε κι η δουλειά στο Άργος γυρίσαμε στην Αθήνα. Πήγαμε στην πλατεία, στο λεωφορείο. Τα λεωφορεία τότε δεν είχαν αποθήκες, όπως τα πούλμαν σήμερα. Επάνω στο καπό τους είχαν μια σκάρα με μουσαμάδες. Φορτώσανε τα δέματα, τα δέσανε και ξεκινήσαμε για την Αθήνα».

[…] «Ύστερα από λίγο καιρό πιάσαμε δουλειά στο Αίγιο. Οι καλουπατζήδες κι οι σιδεράδες ήταν από την Αθήνα, οι εργάτες ντόπιοι. Η εταιρεία είχε νοικιάσει μια αποθήκη κι έβαζε μέσα τα φτυάρια, τους κασμάδες, τις μπότες και διάφορα άλλα εργαλεία. Το πρωί, κάθε εργάτης χρεωνόταν τα εργαλεία του και στο σχόλασμα τα παρέδιδε. Άρχισε το σκάψιμο για τις βάσεις. Φτάνοντας σε ένα μέτρο βάθος άρχισε να βγαίνει νερό της θάλασσας. Φέρανε αντλίες από την Αθήνα και προχώρησαν το σκάψιμο μέχρι τα δυο μέτρα, αλλά το έδαφος ήταν αμμοχάλικο. 'Ηρθαν μηχανικοί από την Αθήνα για να μελετήσουν την κατάσταση. Τελικά, μας είπαν να φαρδύνουμε τις διαστάσεις των λάκκων και να θεμελιώσουμε. 'Ετσι κι έγινε. Το έργο προχωρούσε κανονικά. Τραυματισμοί δεν υπήρχαν, εκτός αν κάποιος πάταγε καμιά πρόκα ή έδινε καμιά σκεπαρνιά στα δάχτυλα.

Στο μεταξύ πολλοί από τους μαστόρους νοίκιασαν σπίτια κι έφεραν τις οικογένειές τους. Ήλθε κι η μητέρα μου και τ' αδέρφια μου. 'Ηταν πολύ ωραία. Άνοιξη. Το πρωί οι τράτες έριχναν τα δίχτυα τους, τα τραβούσαν στην παραλία και πάντα έβγαζαν ψάρια. Το βράδυ, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, ανεβαίναμε τα ενενήντα εννέα σκαλοπάτια για τη μεγάλη πλατεία και πηγαίναμε στο καφενείο για καμιά ξερή. Την Κυριακή γινόταν το νυφοπάζαρο. Οι ελεύθερες κοπέλες έκαναν βόλτα με φίλες ή με τους γονείς τους για να τις προσέξουν οι νέοι και να παντρευτούν. Ανηφορίζοντας μετά την πλατεία στα Ψηλά Αλώνια υπήρχε εκεί πίστα χορού και τα βράδια ορχήστρα. Παγωτά, γλυκά, ποτά και χορό μέχρι αργά. Στην παραλία ήταν τα εστιατόρια κάτω από τα πλατάνια και στο βουνό η εκκλησία, η Παναγία η Τρυπητή.

Μετά το Αίγιο ήρθαμε πάλι στην Αθήνα. Η εταιρία Καλλίνικου είχε αναλάβει τις πολυκατοικίες των Συντακτών, δύο απ' αυτές ήταν στην πλατεία Αμερικής. Ο μηχανικό είχε πάρει μια μπετονιέρα κι ένα αυτοσχέδιο αναβατόριο, από τα πρώτα που άρχισαν να βγαίνουν στο εμπόριο, που ήταν λίγο επικίνδυνα. Ο τετράγωνος κουβάς ανεβοκατέβαινε σε δυο ράγιες κι άδειαζε σε ένα σιλό στο τέρμα. Οι ράγες ήταν καρφωμένες σε μαδέρια σε μια σκαλωσιά. Συχνά οι πύροι έβγαιναν από τη θέση τους, ο κουβάς άδειαζε στον αέρα, το μπετόν σκόρπαγε και γέμιζε το δρόμο πασαλείβοντας τους περαστικούς. Πλάκωνε η αστυνομία. Κωμικοτραγική κατάσταση. Άρχιζαν οι μηνύσεις στους υπεύθυνους μηχανικούς.

Όταν ο εργολάβος είχε να ρίξει την πλάκα, πήγαινε μια ή δυο μέρες πιο μπροστά στην πλατεία Κοτζιά που ήταν τα συνεργεία. Εκεί ήταν οι υπεργολάβοι μπετατζήδες. Θυμάμαι μερικούς. Ήταν ο Νικόλας ο χοντρός -ο Ναύαρχος- ο Πασάς και διάφοροι άλλοι. Αυτοί κανόνιζαν πόσοι εργάτες θα χρειαστούν. Πήγαιναν στην οικοδομή, έβλεπαν την πλάκα, την κυβίζανε κι αναλόγως κανονίζανε πόσα άτομα θα χρειάζονταν. Ο υπερεργολάβος έκανε την πιο ελαφριά δουλειά. Έριχνε νερό στα χαρμάνια. Όταν έπεφτε κεσάτι στο παζάρι, δεν υπήρχε μεροκάματο, από τον καιρό, από τη βροχή. Υπήρξε εβδομάδα που τη βγάζαμε παρθένα που λέγαμε, ούτε ένα μεροκάματο…

Αφήγηση του Θανάση Γασπαρινάτου, καταγεγραμμένη στο βιβλίο «Όταν η οργή ξεχειλίζει…», Αθήνα 2006 (από το ίδιο βιβλίο και η φωτογραφία της ανάρτησης). Περιέγραψε τη δουλειά στην οικοδομή το 1946 -τότε ήταν δεκατεσσάρων χρονών- στην Τίρυνθα της Αργοναυπλίας. (Η εργολαβική εταιρία Καλλίνικου από την Αθήνα είχε αναλάβει εκεί το χτίσιμο ενός εργοστασίού κονσερβοποιίας και γι' αυτό το σκοπό είχε στείλει ένα συνεργείο από την Αθήνα.)


Ο Θανάσης Γασπαρινάτος γεννήθηκε το 1932 στην Αθήνα και πήγε στο σχολείο μέχρι τη Β΄ τάξη του Γυμνασίου. Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος και από πολύ μικρόν, τον πήρε στη δουλειά. Δούλεψε όλη του τη ζωή οικοδόμος, μπετατζής, παντρεύτηκε κι απόκτησε τρία παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου