Πώς
γίνεται είκοσι χρονών ένα παιδί γεννημένο σε μιαν απόμακρη συνοικία, μέσα σε
μιαν αυλή, μόνον η μάνα του μπορεί να το ξέρει. Εγώ και σεις τα φανταζόμαστε
όλα, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ωστόσο απλώς φιλοσοφούμε μπροστά σ’ αυτόν
που τα ζει όλα, μπροστά στη μάνα π.χ. που μεγαλώνει το παιδί της στην αυλή μιας
μακρινής συνοικίας. Το μόνο πράσινο που είδε αυτό το παιδί, ήταν το χορταράκι
που φύτρωνε το χειμώνα ανάμεσα στις πλάκες αυτής της αυλής, κάτω από τα σύρματα
ή τα σκοινιά που κρέμονταν τα βρεγμένα ρούχα. Λίγος ήλιος, λίγος αέρας, λίγο
γάλα και πολλά ελπιδοφόρα νανουρίσματα και τραγούδια σε πικρό ρυθμό από τα
χείλη αυτής της μάνας, που εναγκαλίζεται όλο τον κόσμο, σφίγγοντας με καθαρό
μητρικό πάθος το παιδί της στο στήθος της.