1 Νοε 2013

«Χαζοπροβατίνα!...»


(Φωτ.: Σπύρος. Μελετζής)

Τη νύχτα κοιμάται στο χάνι. Τη μέρα ψάχνει για χαμαλοδουλιές. Μια Κυριακή καθόταν στο κεφαλόσκαλο και μπάλωνε το παντελόνι του. Μιά παρέα χτίστες, κουβαλώντας τα σύνεργά τους, ―σφυριά, μυστριά, σκεπάρνια…― ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα και μπήκαν στην ίδια κάμαρα. Ο καθένας έπιασε μιά θέση κι απίθωσε το μπογαλάκι του στο πάτωμα, δίπλα στον τοίχο. Σαν ταχτοποιήθηκαν κι έγινε ησυχία, άρχισαν μια συζήτηση, που πότε άναβε και πότε καταλάγιαζε. Ένας νέος, μελαχρινός, καθαυτό τσιγγάνος, κοντραστάριζε περισότερο απ’ τους άλλους μ’ έναν ψηλό, ξερακιανό, κοψαχείλη, που, όπως έδειχνε το φέρσιμό του, ήταν ο αρχιμάστορας. Κάποια στιγμή τινάχτηκε σαν ελατήριο και φώναξε: «Άλλα μας είπες προτού ξεκινήσουμε κι άλλα μας λες τώρα». Ο Θωμάς άφησε καταγής το παντελόνι, το βελόνι την κλωστή και ζύγωσε.