7 Δεκ 2012

5 Δεκέμβρη 1960, η δίκη των 21 απεργών οικοδόμων




1 Δεκέμβρη 1960. Σύλληψη απεργού 
οικοδόμου από την αστυνομία




Στις 5 Δεκεμβρίου 1960 άρχισε στο τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών η δίκη των 21 οικοδόμων, που κατηγορήθηκαν από την Ασφάλεια σαν υπαίτιοι των αιματηρών γεγονότων στην πολύ μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση των οικοδόμων την 1η του Δεκέμβρη στο Εργατικό Κέντρο της Αθήνας.

Το κατηγορητήριο αναφέρει «ότι από κοινού εξετέλεσαν:

1) εκ προθέσεως σωματικήν κάκωσιν και βλάβην της υγείας κατά των αστυνομικών

2) μετεχειρίσθησαν σωματικήν βίαν για να εξαναγκάσουν την Αστυνομίαν να παραλείψη πράξεις και καθήκοντα και

3) εκ προθέσεως κατέστρεψαν ξένα αντικείμενα».

Πριν καλά-καλά αρχίσει η δίκη και σ’ όλη τη διάρκειά της ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις είχαν γεμίσει την αίθουσα και τους διαδρόμους δημιουργώντας έτσι μια ζοφερή ατμόσφαιρα αστυνόμευσης.
«Η αστυνομική αυτή δραστηριότης και το γεγονός ότι οι τραυματισθέντες αστυνομικοί διόρισαν τέσσερις δικηγόρους ως Πολιτική Αγωγή για ικανοποίησή τους λόγω ψυχικής οδύνης, απεκάλυπτε πλήρως τον σκοπό της Αστυνομίας να μην ερευνηθούν τα αίτια της απεργίας των οικοδόμων και τα συνταγματικά δικαιώματα των απεργών για συγκέντρωση και ομαδική διατύπωση των αιτημάτων των, και ποιος επροκάλεσε τα αιματηρά επεισόδια, αλλά να περιορισθή η δίκη και να μετατεθή η υπόθεσις σε μια δήθεν διαφορά και χωρίς λόγο συμπλοκή και επίθεση των απεργών κατά της Αστυνομίας».

Σ’ αυτό όμως αντέδρασαν σθεναρά οι κατηγορούμενοι και οι υπερασπιστές τους δικηγόροι σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης που κράτησε δέκα τρεις μέρες και «διεξήχθη  υπό του Δικαστηρίου με πλήρη δικονομική άνεση, [οι δικηγόροι] απεκάλυψαν και απέδειξαν πλήρως τα δίκαια των απεργών οικοδόμων και τον εμπαιγμό τους από την Κυβέρνηση και τον υπουργό Εργασίας κ. Δημαράτο (που ήτο υπουργός Εργασίας και κατά την φασιστικήν δικτατορίαν του Μεταξά 1936-1940) και την προμελετημένη επίθεση της Αστυνομίας κατά των συγκεντρωθέντων οικοδόμων για να τους διαλύσουν και το ότι πρώτοι επετέθησαν οι αστυνομικοί με γκλομπς και περίστροφα τραυματίσαντες άνω των 30 οικοδόμων σοβαρώς εκ των οποίων 4 δια σφαιρών περιστρόφου και ότι εν συνεχεία η Αστυνομία έκαμε χρήσιν μηχανική του τμήματος και δακρυγόνων και καπνογόνων βλημάτων και ότι οι απεργοί οικοδόμοι αμυνόμενοι εναντίον αυτής της παρανόμου, αγρίας και δολοφονικής επιθέσεως της αστυνομίας έσπασαν τις πλάκες των πεζοδρομίων και ελιθοβόλουν τους αστυνομικούς τους αστυνομικούς και εκ του αμυντικού αυτού λιθοβολισμού ετραυματίσθησαν οι αστυνομικοί».

Οι κατηγορούμενοι, δηλ. οι αστυνομικοί  προσπάθησαν να ενοχοποιήσουν την ΕΔΑ προσκομίζοντας στο δικαστήριο ένα εσωκομματικό Δελτίο της με συμπεράσματα για τις προηγούμενες δύο απεργίες των οικοδόμων υπολογίζοντας έτσι να καλυφθούν οι ευθύνες της Αστυνομίας και να παρουσιαστούν σαν αιτία όχι σαν απελπισία, η εγκατάλειψη και ο εμπαιγμός των οικοδόμων, αλλά τάχα πολιτικά κίνητρα. Αυτή η κατηγορία κατέρρευσε  και αποδείχτηκε ότι η ΕΔΑ ενδιαφέρεται μεν για τα ζητήματα των εργατών, αλλά οι απεργιακοί αγώνες διευθύνονται από τις συνδικαλιστικές τους διοικήσεις. Αποδείχτηκε επίσης ότι ο υπουργός Εργασίας έδειξε ολοφάνερα το αντεργατικό του πνεύμα, όταν αρνήθηκε να δεχτεί τον Αύγουστο του 1960 τροπολογία στη Βουλή που έλυνε νομοθετικά το ζήτημα.

Ο Λυκιαρδόπουλος, παρόλο που ήταν μάρτυρας κατηγορίας και σφοδρός αντίπαλος της Αριστεράς διακήρυξε ότι «η ΕΔΑ ούτε ανάμιξιν ούτε συμφέρον είχε να δημιουργήση επεισόδια, τα οποία προεκλήθησαν από τον εμπαιγμό του υπουργού Εργασίας, ο οποίος αν και ανεγνώρισε το δίκαιον των οικοδόμων εις τας προηγηθείσας 2 απεργίας εντός 3 μηνών και ενώ εζήτησε 8 ημερών τακτοποιήση και του εδόθη 15 ημερών τοιαύτη, εν τούτοις την 1ης Δεκεμβρίου 1960 δεν τα είχε λύσει  τα ζητήματα. Ιδιαιτέρως ετόνισε ότι η δια του ραδιοφώνου ανακοίνωσις του υπουργού Εργασίας της 1ης Δεκεμβρίου 1960 ότι τα ζητήματα των οικοδόμων ελύθησαν ήταν ψευδής, καθ’ όσον την ημέραν αυτήν δεν είχον λυθεί».

Επίσης ο Λυκιαρδόπουλος αρνήθηκε κατηγορηματικά «τον ισχυρισμό της Αστυνομίας ότι δήθεν οι οικοδόμοι είχον προηγουμένως εφοδιασθεί με λίθους με σκοπό επιθέσεως και προς ενίσχυσιν των απόψεών του ηρώτησε: “Διατί η Αστυνομία που ήταν μέσα στην συγκέντρωση, με πολιτική στολή, δεν αντελήφθη αυτόν τον εφοδιασμόν και δεν ειδοποιούσε, δεδομένου ότι εγώ συνεργάζομαι μαζί της;”».

Κατάπληξη επίσης προκάλεσε η αποκάλυψη του Λυκιαρδόπουλου ότι η πρώτη ανακοίνωσή του, που έγινε δύο ώρες μετά τα γεγονότα και στην οποία αποδίδει τα γεγονότα σε δήθεν δράση των κομμουνιστών, συντάχτηκε μέσα στο υπουργείο Εργασίας, μπροστά στον υπουργό και άλλους υπαλλήλους. Άλλωστε, ο ίδιος διέψευσε αυτή την ανακοίνωση στις 3 Δεκεμβρίου. Αποδείχτηκε επίσης ότι η εκλογή των κατηγορουμένων έγινε από την Ασφάλεια βάσει του φακέλου των πολιτικών τους φρονημάτων και για να φαίνεται τάχα αμερόληπτη, συμπεριλάμβανε και μερικούς μη αριστερούς, περαστικούς διαβάτες ή κάποιους που η αστυνομία συνέλαβε μετά τα επεισόδια σε καφενεία ή στο δρόμο.

Αποφασιστικό θέμα της δίκης ήταν το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι. «Η υπεράσπισις επιστημονικώς απέδειξε και έπεισε το δικαστήριον ότι η συγκέντρωσις των οικοδόμων της 1ης Δεκεμβρίου ήτο δημοσία εν υπαίθρω συγκέντρωσις, και δοθέντος ότι νομοτύπως αυτή έγινε, δικαίωμα είχαν οι απεργοί και από το Σύνταγμα προστατεύονται, να πάνε εν σώματι στο υπουργείο. Πολύ περισσότερο, στην περίπτωση των οικοδόμων που τους ενέπαιζει ο υπουργός και δεν τους έλυε τα ζητήματα. Ετόνισε η υπεράσπισις ότι κατά το ελληνικό Σύνταγμα η παρέλαση δεν είναι τίποτα άλλο παρά κινητή δημοσία εν υπαίθρω συγκέντρωσις για την οποία δεν χρειάζεται ουδεμία άδεια, όπως κακώς αξιώνει η αστυνομία, ούτε έγκρισις. Επομένως, η απαγόρευσις της μετακινήσεως προς το υπουργείο από την Διοίκηση, δηλ. την Αστυνομία και η δοθείσα εντολή προς τούτο ήτο παράνομος.

(…) Επομένως οι οικοδόμοι και δια την περίπτωσιν  που εξεκίνουν να πάνε στο υπουργείο Εργασίας και εντός του Συντάγματος ήσαν και ουδένα νόμον παρέβαιονον.

(…) Πέραν όμως των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι οικοδόμοι δεν εξεκίνησαν καν να πάνε στο υπουργείο. Εφώναζαν «όλοι στο υπουργείο» για να ενισχύσουν ηθικά την επιτροπή που έστειλαν. Ουδεμία έμπρακτος εκδήλωσις έγινε. Όμως η αστυνομία παρανόμως και κατά την εντολήν της κυβερνήσεως και την επαγγελματικήν της συνήθεια επετέθη εναντίον των. Το κατέθεσαν παθόντες μάρτυρες στη διαδικασία. Συνέπεια των ανωτέρω νομικών και πραγματικών περιστατικών, που απεδείχθησαν κατά την διαδικασίαν ήτο η δημιουργηθείσα πεποίθησις ότι η δημιουργός των αιματηρών επεισοδίων ήτο η αστυνομία η οποία επετέθη πρώτη κατ’ εντολήν ή της Κυβερνήσεως ή από επαγγελματικόν εθισμόν της αντεργατικής και αντιλαϊκής γενικότερα συμπεριφοράς της».

Ο ισχυρισμός του υπουργείου Ασφαλείας στη Βουλή ότι τάχα η Αριστερά είχε καταστρώσει σχέδιο «προς κατάλυσιν του κράτους» διαψεύσθηκε από δύο βασικούς μάρτυρες κατηγορίας, αστυνομικούς διευθυντές, που δήλωσαν ότι «ουδεμία προγενεστέρα τοιαύτη πληροφορία υπήρχε. Μόνον δε κατά την διάρκειαν της συγκεντρώσεως εξετίμησε η Αστυνομία ότι οι απεργοί ήθελαν να πάνε στο υπουργείο Εργασίας»

Στο τέλος της δίκης, μετά τις καταθέσεις των κυριοτέρων μαρτύρων κατηγορίας και σε συνδυασμό με τη συνταγματική και νομική έρευνα καθώς και την επιστημονική τοποθέτηση δεν έμεινε καμιά αμφιβολία ότι «η μόνη υπεύθυνος των επεισοδίων ήτο η Αστυνομία και η κυβέρνησις η οποία δια του αιματοκυλίσματος των οικοδόμων απεσκόπη εις την κατατρομοκράτησιν των εργαζομένων».

Οι κατηγορούμενοι οικοδόμοι αντιπαράθεσαν στις στυγνές και αποκρουστικές κατηγορίες της αστυνομίας την παλικαριά τους και ογδόντα περίπου μάρτυρες, πολιτικοί, συνδικαλιστές, διανοούμενοι, αλλά και απλοί άνθρωποι του λαού, αυτόπτες μάρτυρες, τους υπερασπίστηκαν με αυταπάρνηση καταδικάζοντας κατηγορηματικά την κυβέρνηση και την αστυνομία ως μόνους υπεύθυνους των αιματηρών επεισοδίων. Αποδείχτηκε ότι οι οικοδόμοι δεν έχουν κοινωνική ασφάλιση, ότι με τις προϋποθέσεις του νόμου ούτε σε είκοσι χρόνια θα πάρουν σύνταξη, ότι τραυματισμένοι οικοδόμοι για να βγούν από το νοσοκομείο που νοσηλεύτηκαν, χρειάστηκε να υπογράψουν χρεωστικές συναλλαγματικές. Όλος ο λαός έδειξε συγκινητική συμπάθεια και συμπαράσταση στους κατηγορούμενος οικοδόμους που την εξέφραζε με διάφορους τρόπους.

Η αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου είναι μια συνδικαλιστική, κοινωνική, ηθική και πολιτική νίκη των εργαζομένων. Η σοβαρότητα της και η αξία της δεν μειώνεται από την έφεση του προϊσταμένου εισαγγελέα Αθηνών Χριστόπουλου. Οι οικοδόμοι, οι εργαζόμενοι νίκησαν.

Από κείμενο –ίσως εσωκομματικό- με τίτλο, «Η δίκη των οικοδόμων» και το κατηγορητήριο. Α.Σ.Κ.Ι. Αρχείο ΕΔΑ. («Όταν η οργή ξεχειλίζει…», Αθήνα 2006)

Οι υπογραμμίσεις  είναι του "Οικοδόμου"

2 σχόλια:

  1. Σπουδαίοι σταθμοί μνήμης και διδακτικοί.
    Να είσαι καλά φίλε Οικοδόμε για τη συνεισφορά σου στους λαϊκούς αγώνες.
    Καλοτάξιδο το blog.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ φίλε για τα καλά σου λόγια.
    Καλή δύναμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή