Κόκκινη Εργατική Πρωτομαγιά στο Αγρίνιο, 1926 |
Μελετώντας
κανείς την ιστορία του διεθνούς, αλλά και του ελληνικού εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι από τη νηπιακή
ακόμα ηλικία των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, από την εμφάνιση δηλαδή
και τη συγκέντρωση της νεαρής εργατικής τάξης, ο ιδεολογικοπολιτικός αγώνας των
ταξικών δυνάμεων ήταν αναπόσπαστα δεμένος με τη διαμόρφωση της ικανότητας της
εργατική τάξης να διεξάγει νικηφόρα πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές της.
Οι
αντιπαραθέσεις στους κόλπους του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος γράφει ο
συγγραφέας «τελικά συνέκλιναν στο κρίσιμο, το κυρίαρχο ζήτημα: Τι γραμμή θα ακολουθούσε
το Συνδικάτο; Ταξική γραμμή ή όχι; Και ανάλογα με το πλειοψηφόν ρεύμα της κάθε
περιόδου και της κάθε οργάνωσης, αποτυπωνόταν αρχικά στο καταστατικό της η μια
ή η άλλη γραμμή-κατεύθυνση: Αγώνας ή Κοινωνικός Διάλογος».
Ο
αγώνας για την πορεία και τον προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού
κινήματος, που ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με το βαθμό της ταξικής
συνειδητοποίησης των εργαζομένων με την κατάκτηση της γνώσης και της θεωρίας
της πάλης των τάξεων, βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής του συγγραφέα.
Στο
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ο καπιταλισμός περνά στο
ιμπεριαλιστικό στάδιο και διαμορφώνεται η ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που σημαίνει
όξυνση όλων των αντιθέσεών του.
Στην
Ελλάδα την εποχή αυτή, παρατηρείται μια πλατύτερη διάδοση των σοσιαλιστικών
ιδεών, δημιουργούνται νέες σοσιαλιστικές οργανώσεις, το συνδικαλιστικό κίνημα
της εργατικής τάξης γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη και σημειώνονται οι πρώτες
προσπάθειες ενοποίησης τόσο των σοσιαλιστικών οργανώσεων όσο και του εργατικού
συνδικαλιστικού κινήματος.
Μετά
το κίνημα του 1909 και τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, με την αύξηση
του πληθυσμού της χώρας και τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς σημειώνεται μια
ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ιδρύονται καινούργιες βιομηχανικές μονάδες, ενώ ο
αριθμός των απασχολημένων στη βιομηχανία αυξάνεται σημαντικά. Δημιουργούνται
περισσότερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το
συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης γνωρίζει ποσοτική και ποιοτική άνοδο.
«Οι
αντικειμενικές συνθήκες, αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του περιοδικού
«Κομμουνιστική Διεθνής» (τεύχος 44-45 του 1928), η ανάπτυξη του καπιταλισμού
και της εργατικής τάξης, η όλο και μεγαλύτερη αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και
το κεφάλαιο και, κυρίως, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση συνέβαλαν στην
ανάπτυξη των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα. Η εργατική τάξη άρχισε να
συνειδητοποιεί περισσότερο ότι για να διεξάγει με επιτυχία τον αγώνα για τα
συμφέροντά της, πρέπει να συνενωθεί σε καλά συγκροτημένες ενώσεις».
Στο
βιβλίο του Γιώργου Εμμ. Μαυρίκου παρατίθενται χρήσιμα στοιχεία για τον αριθμό
των αντιπροσώπων που πήραν μέρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ (3-10 Νοέμβρη
1918), τον αριθμό των σωματείων που αντιπροσωπεύθηκαν σε αυτό, καθώς και για
τις διάφορες πολιτικο-ιδεολογικές τάσεις και ρεύματα που συγκρούστηκαν στη
διάρκεια των εργασιών του.
Κατά
τη συζήτηση του καταστατικού και ιδιαίτερα των προγραμματικών αρχών της ΓΣΕΕ,
εκδηλώθηκαν διάφορα ιδεολογικά ρεύματα που τελικά διαμορφώθηκαν σε δύο κυρίως
παρατάξεις: α) Τη σοσιαλιστική, που υποστήριζε τη θέση: Πως η εργατική τάξη σαν
ιδιαίτερη κοινωνική τάξη, όχι μόνο πρέπει να οργανωθεί σε ταξική επαγγελματική
οργάνωση, που θα βρίσκεται έξω από οποιαδήποτε αστική πολιτική επιρροή και θα
παλεύει για τη διεκδίκηση των οικονομικών της συμφερόντων, αλλά πρέπει να
επιδιώξει να οργανωθεί και πολιτικά σε σοσιαλιστικό κόμμα που θα ‘χει σαν σκοπό
να οδηγήσει την εργατική τάξη στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. β) Τη
συντηρητική-ρεφορμιστική τάση, με την οποία ευθυγραμμίστηκαν και οι
αναρχοσυνδικαλιστές, που απέκρουε την αρχή της πάλης των τάξεων και υποστήριζε
ότι η εργατική τάξη πρέπει να μείνει «εκτός πάσης πολιτικής» και να επιδιώκει
μόνο τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών της ζωής της.
Υστερα
από έντονη και σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση στα βασικά αυτά ζητήματα, το
Συνέδριο, με ψήφους 158 (σε σύνολο 180), 21 κατά και 1 λευκό, υιοθέτησε την
αρχή της πάλης των τάξεων και του μαχητικού αγώνα των εργατών και υπαλλήλων
-μακριά από κάθε κρατική κηδεμονία- και τις δίκαιες διεκδικήσεις τους.
Η
επικράτηση, τελικά, της αρχής της πάλης των τάξεων ήταν μια μεγάλη νίκη του
ταξικού συνδικαλισμού, η οποία επηρέασε αποφασιστικά την κατοπινή πορεία του
εργατικού κινήματος της χώρας.
Η
απόκρουση, όμως, της αστικής πολιτικής στο εργατικό συνέδριο από τους
σοσιαλιστές και τους συνεπείς συνδικαλιστές δε σήμανε καθόλου και το τέλος της
διαπάλης στο εσωτερικό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των κρατικών
παρεμβάσεων. Από τότε και μέχρι σήμερα μέσα στη ΓΣΕΕ, όπως και σε κάθε
ομοσπονδία, εργατικό κέντρο και σωματείο γίνεται σκληρή πάλη με διάφορες μορφές
ανάμεσα στην εργατική και αστική πολιτική, ανάμεσα στην ταξική και τη
ρεφορμιστική γραμμή, ανάμεσα στους συνεπείς συνδικαλιστές που καθοδηγούνται από
τις ταξικές θέσεις της υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων και τους
συμβιβαστές-ρεφορμιστές που γίνονται ουρά της αστικής πολιτικής και ζητιανεύουν
ψίχουλα από τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τους κυβερνητικούς τοποτηρητές
του.
Οι
δυο γραμμές στο συνδικαλιστικό κίνημα, γράφει ο συγγραφέας, βρίσκονται σε
διαρκή αντιπαράθεση. «Εκφράζεται δε κάθε φορά και μορφοποιείται, από τους
πολέμιους της ταξικής γραμμής, ανάλογα με τις περιστάσεις, τους άμεσους στόχους
και τις προτεραιότητες που οι δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού
συνδικαλισμού ιεραρχούν σαν κυρίαρχες».
Η
διαρκής αυτή αντιπαράθεση των δυο γραμμών στο συνδικαλιστικό κίνημα διαπερνά
σαν κόκκινη γραμμή το βιβλίο του Γιώργου Εμμ. Μαυρίκου.
Η
συνοπτική εικόνα της ιστορικής πορείας του ταξικού ρεύματος στο συνδικαλιστικό
κίνημα, καθώς και τα ιστορικά στοιχεία και οι τεκμηριωμένες κρίσεις που παρέχει
ο συγγραφέας, αναδείχνουν καθαρά ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο γραμμές
είχε και έχει ευρύτερη σημασία. Οτι η αντιπαράθεση αυτή αναπτύσσεται ανάλογα με
την ωρίμανση των ταξικών δυνάμεων. Οτι η πλάστιγγα του προσανατολισμού στα
στενά πλαίσια των συνδικαλιστικών οργανώσεων συνήθως έγερνε με τη γραμμή του
συμβιβασμού. Και αυτό γιατί η διαμόρφωση των συσχετισμών ήταν και παραμένει ένα
πεδίο ισχυρών παρεμβάσεων της εργοδοσίας, του κράτους, της άρχουσας τάξης.
Δυστυχώς, όμως, γι’ αυτούς, σε κάθε κρίσιμη στιγμή η αγωνιστική ταξική γραμμή
διαμόρφωνε τους δικούς της συσχετισμούς μέσα στις μάζες των εργαζομένων,
κέρδιζε την πλειοψηφία τους γιατί οι θέσεις της, τα αιτήματα που προωθούσε
ανταποκρίνονταν στα συμφέροντά τους, έβαζε στην άκρη των εξελίξεων τις
συμβιβασμένες ηγεσίες.
Οσοι
καλούν σήμερα να εγκαταλειφθεί η γραμμή της ταξικής πάλης με την επίκληση της
«ενότητας» του συνδικαλιστικού κινήματος και στο όνομα της «κοινωνικής
συναίνεσης», «της επίτευξης των εθνικών στόχων» κ.ά., συνειδητά ή ασυνείδητα
καλούν τους εργαζόμενους να καταθέσουν τα όπλα απέναντι στους εκμεταλλευτές
τους.
Στο
βιβλίο του Γιώργη Εμμ. Μαυρίκου αναδεικνύεται ότι όλες οι μεγάλες στιγμές που
έβαλε τη σφραγίδα του το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, όπως: οι αγώνες που
αναπτύχθηκαν από την Ενωτική ΓΣΕΕ, ο Μάης του 1936, η δράση του Εργατικού ΕΑΜ
στα χρόνια της χιτλεροφασιστικής κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, καθώς και
οι αγώνες του ΕΡΓΑΣ μετά την απελευθέρωση ήταν αποτέλεσμα της δράσης των
ταξικών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Η
ιστορία του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος διδάσκει ότι η πραγματική ενότητα
μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε αγωνιστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό και η αγωνιστική
αυτή γραμμή της πάλης με βάση στόχους και αιτήματα που αναβαθμίζουν το επίπεδο
των διεκδικήσεων, συνάντησαν πάντοτε και συναντούν και σήμερα την πιο
λυσσασμένη επίθεση της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Το
πλαίσιο πάλης στο Συνέδριο της Ενωτικής ΓΣΕΕ, που αναφέρεται στο βιβλίο, είναι
ένα σημαντικό παράδειγμα για το πώς μπορούν οι αγωνιστικές ταξικές δυνάμεις σε
αντίξοες συνθήκες να ανοίγουν δρόμο για τους εργαζόμενους, να δίνουν προοπτική
στην πάλη τους.
Του
Χρήστου Τσιτζιλώνη
Περιοδικό
«Κομμουνιστική Επιθεώρηση», Τεύχος 1/2002
Γιώργου
Εμμ. Μαυρίκου: «ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 1918-1948. ΔΥΟ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΕ
ΔΙΑΡΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου