Μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου, και τη διάψευση των προσδοκιών του, ο λαός μας πάλευε από τη μια να επιβιώσει στις δύσκολες μέρες που του ξημέρωναν, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του. Πολλές χιλιάδες αγωνιστών της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού, πήραν το δρόμο της υπερορίας.
Άλλοι, οι περισσότεροι, έφυγαν «κυνηγημένοι» από τα χωριά τους προς τις μεγάλες πόλεις και, κυρίως, την Αθήνα. Η «ατμομηχανή» της οικοδομής έπαιρνε μπρος, η ανοικοδόμηση γεννούσε συνεχώς ανάγκες για εργατικά χέρια, και το «ελεύθερο» επάγγελμα του οικοδόμου γινόταν περιζήτητο.
Όλος αυτός ο εργατικός κόσμος, άνθρωποι κατά κανόνα αγράμματοι ή έστω χαμηλής μόρφωσης, σήκωσαν με τις πλάτες τους τις πολυκατοικίες που στέκουν αγέρωχα ως σήμερα, πότισαν τα θεμέλιά τους με ποτάμια ιδρώτα, και πολλές φορές με το αίμα τους. Έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης από τους εργολάβους και το κράτος. Δούλεψαν με χαμηλά μεροκάματα, χωρίς ωράριο, χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα, χωρίς ιατρική περίθαλψη. Γέμισαν χρυσάφι, με τη δύναμη των μπράτσων τους, τις τσέπες των αφεντικών, άλλοι σακατεύτηκαν, άλλοι δεν πήραν ποτέ σύνταξη.
Παρά την ύπαρξη εργατικών σωματείων ανά ειδικότητα, ιδρυμένα από τις αρχές του 20ου αιώνα, και μερικά από τα τέλη του 19ου, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ένα δυναμικό ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, ανάλογο άλλων κλάδων εκείνης της εποχής. Τέλη της δεκαετίας του ΄50, αρχές αυτής του ΄60, αναπτύσσεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και πρώτα απ’ όλα στην Αθήνα, το δοξασμένο, ταξικό, διεκδικητικό, συνδικαλιστικό κίνημα των οικοδόμων.