10 Μαρ 2013

Τα πρώτα βήματα στη βιοπάλη, στο Σωματείο, στους αγώνες. Ο Απόστολος Παπατσαρούχας θυμάται




Ο Απόστολος Παπατσαρούχας (φωτογραφία
από το βιβλίο του Ηλ. Στάβερη «Οικοδόμοι.
Ηρωικοί αγώνες μιας 7ετίας, 1960-1967»)

Ο Απόστολος Παπατσαρούχας yεννήθηκε το 1932 στο Σουφλί του 'Εβρου. Το 1942, μαζί μ’ ένα φίλο τον, τον Ηλία Παπαλεξανδρή, προσπάθησαν να εκτροχιάσουν ένα τρένο με γερμανούς στρατιώτες. Το 1954 πήγε στο στρατό, έγινε επίλεκτος σκοπευτής και πήρε μέρος σε αγώνες σκοποβολής. Δούλεψε εργάτης στην οικοδομή και απόχτησε την ειδικότητα του χτίστη. Γράφτηκε στο σωματείο οικοδόμων της Θεσσαλονίκης και αμέσως εκλέχτηκε στο ΔΣ. Το 1961 κατεβαίνει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Εκλέγεται στο ΔΣ του Σωματείου Κτιστών Αθηνών, επικεφαλής των νέων οικοδόμων και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Οικοδόμων. Το 1961, για ένα διάστημα γίνεται πρόεδρος του Σωματείου. Στις 11/10/1962 συλλαμβάνεται μαζί με άλλους οικοδόμους, κατά τη διάρκεια απεργιακής διαδήλωσης και φυλακίζεται για πέντε μήνες. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, στη Νέα Σάντα του Κιλκίς, γνωρίζεται με τον οικοδόμο Μήτσο Χρηστοφορίδη, που του υποσχέθηκε να του βρει δουλειά στη Θεσσαλονίκη, αν προκύψει ανάγκη.

Τα πρώτα βήματα στο γιαπί της βιοπάλης, το γράψιμο στο Σωματείο και η πρώτη επαφή με τους συναδέλφους, ο χαφιές που τον ακολουθεί σαν σκιά, η ανεργία λόγω «κοινωνικών φρονημάτων», η μαγγούρα του χωροφύλακα, ο αγώνας για το δίκιο του εργάτη. Το κείμενο που ακολουθεί είναι κομμάτι από συνέντευξη του  αγωνιστή οικοδόμου, παλιού συνδικαλιστή Απόστολου Παπατσαρούχα, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Όταν η οργή ξεχειλίζει…», Αθήνα 2006.

"Πέρασε ο καιρός, απολύθηκα από το στρατό και ήρθα πίσω στο Σουφλί. Δύσκολα τα πράγματα. Λεφτά καθόλου. Η οικογένεια με δυσκολία τα φέρνει βόλτα. Μια μέρα, στην αγορά του Σουφλίου, συναντώ έναν πρώην συνάδελφο από το στρατό και μου πρότεινε να πιούμε ένα ούζο. Εγώ δεν είχα λεφτά. Προφασίστηκα ότι είχα δουλειά κι έφυγα. Η μικρή μου αδερφή μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και θέλαμε όλοι, κι εκείνη περισσότερο, να σπουδάσει. Αποφάσισα να φύγω για τη Θεσσαλονίκη. Για να μαζέψω λίγα χρήματα, έκανα το σερβιτόρο, την ήξερα κάπως τη δουλειά. Η ιδιοκτήτρια του εξοχικού κέντρου, όπου δούλευα και που, προφανώς θα είχε κακές εμπειρίες με κάποιον άλλο σερβιτόρο, μου λέει: «Δεν πιστεύω να με κλέψεις κι εσύ». Αυτό μ’ έβαλε σε πονηρές σκέψεις. Το Σαββατοκύριακο έβγαλα εκατόν πενήντα δραχμές. Τη Δευτέρα το πρωί λέω στη μάνα μου: «Έχω εκατόν πενήντα δραχμές, θα κρατήσω τις πενήντα για να κατέβω στη Θεσσαλονίκη». Της έδωσα τα υπόλοιπα, αφού της εξήγησα τι έγινε. Δεν της άρεσε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε.

Μόλις έφτασα στη Θεσσαλονίκη, πήγα στην Τριανδρία, στην οδό Νησάκη 3, και βρήκα τον οικοδόμο Χρηστοφορίδη. Με καλωσόρισε και την άλλη μέρα με πήρε μαζί του στην οικοδομή. Εκεί δούλεψα μια βδομάδα φιλοξενούμενος του μάστρο Μήτσου. Κατόπιν συμφώνησα με τον εργοδηγό, που προφανώς ήταν αριστερών καταβολών, να κάνω το φύλακα στην οικοδομή για να γλιτώνω το νοίκι και να μη γίνομαι βάρος στο μάστρο Μήτσο. Εκεί, οι ιδιοκτήτες-αφεντικά με μάλωναν, επειδή διάβαζα και ξόδευα το ρεύμα του εργοταξίου. Άρχισα στην οικοδομή το 1956, πρώτα κοντά σ’ έναν πλακά, που αμέσως μετά την πρώτη βδομάδα μ’ έδιωξε, όταν είδε ότι άρχισα να αντιλαμβάνομαι και να ενδιαφέρομαι για τις τεχνικές λεπτομέρειες. Κατόπιν, συνέχισα σαν ανειδίκευτος εργάτης, αλλά επειδή φαίνεται ότι το μυαλό μου έκοβε, νοικοκύρεψα λίγο τη δουλειά.  
«Αυτά τα ξύλα που βγάζουμε από δω, κάνουν για τον πάνω όροφο;» ρώτησα τον αρχιμάστορα.
«Ναι, είναι ακριβώς το ίδια» μου λέει. Τότε άρχισα να μην αφήνω να παίρνουν αυτά τα ξύλα για να μη χαλάει το σετ και τα πηγαίνανε από όροφο σε όροφο. Αυτό, ενώ λογικά θα έπρεπε να με προωθήσει, με κράτησε για δυο χρόνια στην ίδια δουλειά, να ξεκαλουπώνω, γιατί το αφεντικό κέρδιζε έτσι πολύ περισσότερα.

'Όλοι οι εσωτερικοί μετανάστες συναντιόμασταν με διάφορους πατριώτες. Εγώ γνώρισα έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη, Μεθόδη τον λέγανε, και πιάνοντας την κουβέντα με ρωτάει:
«Εσύ είσαι στο σωματείο;».  
«Όχι, δεν έχω πάει ακόμα».
«Θα πας στο σωματείο κι εγώ θα πω να σε βάλουνε και στη διοίκηση στις ερχόμενες εκλογές».
«Γιατί;».
«Ξέρω εγώ τι σου λέω. Εσύ πρέπει να πας στη διοίκηση των οικοδόμων».

Εμένα μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Πάω στο σωματείο, γράφομαι και μετά από ένα τρίμηνο γίνονται  αρχαιρεσίες. Πρόεδρος τότε του Σωματείου των Οικοδόμων στη Θεσσαλονίκη, που στεγαζόταν στο κτίριο Καραβάν Σεράι, ήταν ο Δημήτρης Βαφειάδης. Ένα απόγευμα, κι αφού με είχε κάπως γνωρίσει, μου λέει: «Θα βάλεις υποψηφιότητα και θα μπεις στο Διοικητικό Συμβούλιο». Εγώ τα 'χασα. Όμως, έβαλα υποψηφιότητα, εκλέχτηκα κι έγινα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Για ένα τρίμηνο δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη στο συνδικάτο και από άγνοια, αλλά και γιατί ντρεπόμουνα.

Εκείνη την περίοδο, το 1956, η αδερφή μου ετοιμαζόταν να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο κι έκανε φροντιστήρια. Γνώρισα από την αδερφή μου έναν καθηγητή, αριστερό, κι όταν ταυ είπα ότι δουλεύω στο σωματείο και είμαι και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου μου λέει: «Α πάρα πολύ ωραία, σε πέντε χρόνια θα είσαι έτοιμος». Τον άκουσα και σκέφτηκα: Τι λέει τούτος εδώ, θα πάεί η αδερφή μου στα πανεπιστήμιο, σε πέντε χρόνια θα το τελειώσει και θα 'ναι καθηγήτρια κι εγώ θέλω πέντε χρόνια για να γίνω συνδικαλιστής! Αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Στο εξάμηνα γίνομαι γενικός γραμματέας τον Συνδικάτου των Οικοδόμων της Θεσσαλονίκης, χωρίς να έχω ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις και είμαι και φοβερά ανορθόγραφος. Να συμπληρώσω ότι ακόμα είμαι ανειδίκευτος εργάτης κι ότι θα αργήσω πολύ να αποκτήσω ειδικότητα.

Γίνεται έκτακτη γενική συνέλευση και πρέπει σαν γραμματέας να κάνω τον απολογισμό της απερχόμενης διοίκησης. Δεν τα καταφέρνω στο γράψιμο και ζητώ τη βοήθεια του προέδρου ταυ σωματείου. «Δεν έχεις πρόβλημα εσύ, θα τω βγάλεις πέρα με τον απολογισμό», μου λέει ο Βαφειάδης. Σβήνω, γράφω, σβήνω, γράφω. Έχω, όμως, όλα τα στοιχεία και κάπως τα καταφέρνω στο τέλος. Αποφασίζουμε να κάνουμε τη Γενική Συνέλευση στο «'Ιγγλις», που ήταν ένα ημιυπόγειο κέντρο διασκέδασης.

«Θα πας να κλείσεις εσύ την αίθουσα», μου λέει ο Βαφειάδης.
«Εγώ δεν ξέρω από τέτοια πράγματα».
«Θα πας να το κλείσεις εσύ».
Τότε το κυνηγητό της Ασφάλειας στη Θεσσαλονίκη ήταν απερίγραπτο. Όσοι δεν το ζήσανε, δεν μπορούν να καταλάβουν τι γινόταν.
«Πόσο θα ζητήσούν για το κέντρο;»
Το τίμημα για την αίθουσα ήταν περίπου 4.000 δραχμές, πάρα πολλά λεφτά.
«Κι αν μπορείς, πάρε από τον ιδιοκτήτη και μια ποινική ρήτρα για να κρατήσει το λόγο του», συμπληρώνει ο Βαφειάδης.

Πάω και βρίσκω τον Ευλογημένο, έτσι λεγόταν ο ιδιοκτήτης του κέντρου.
«Είμαι από τους οικοδόμους και θέλω το μαγαζί για μια συνέλευση στις τόσες τον μήνα»
Απέφευγε να μου πει πόσο κάνει. Εγώ τον πίεζα.
«Κοίταξε να δεις, θα μαζευτούμε 200-300 άτομα, θα κρατήσουμε το μαγαζί δυο ώρες και θα πάρεις τα λεφτά σου. Πόσα λεφτά θέλεις;»
«Θα μου δώσεις 4.000»
Ήταν πάρα πολλά λεφτά, αλλά συμφώνησα.
«Πάρε το λεφτά, αλλά θέλω να κάνουμε ένα συμφωνητικό με ποινική ρήτρα».
«Μη φοβάσαι, μου λέει, θα κρατήσω το λόγο μου».

Φεύγω όλο χαρά ότι η αποστολή εξετελέσθη. Την προπαραμονή της γενικής συνέλευσης μας ειδοποιεί ο Ευλογημένος ότι δεν μπορεί να γίνει η συνέλευση εκεί. Το απαγόρευσε η πολεοδομία γιατί το κτίριο είναι ημιυπόγειο και ετοιμόρροπο. Παίρνω τηλέφωνο το Γιάννη Πάτσα, το γνωστό δικηγόρο της υπόθεσης Λαμπράκη, κεντροαριστερής προέλευσης και θρησκευόμενος. Παίρνουμε σβάρνα να δούμε από πού εκπορεύεται αυτή η εντολή. Προτείνει ο Πάτσας να πάμε στο υπουργείο Βορείου Ελλάδας, όπου στεγάζονταν και σι σχετικές υπηρεσίες. Πάμε εκεί και μας λένε ότι αυτοί δεν έχουν καμιά σχέση. Εγώ είμαι σίγουρος ότι είναι δουλειά της Ασφάλειας και του το λέω. «Τι δουλειά έχει η Ασφάλεια», μου λέει με απορία ο Πάτσας. Να σημειώσω ότι σ’ όλη τη διάρκεια που κινιόμαστε στη Θεσσαλονίκη με το Γιάννη Πάτσα, έχω πίσω μου το χαφιέ Μπαμπουχτσίδη. Εκείνη την περίοδο, για είκοσι τρεις μήνες, είχα μόνιμη παρακολούθηση από το χαφιέ, που φοβέριζε κάθε υποψήφιο εργοδότη και με σχόλναγε. Έτσι, εκείνους τους μήνες έκανα μόνο δυο-τρία μεροκάματα κι ήμουν πάντα μ’ ένα δίφραγκο στην τσέπη.

«Θα πάμε», μου λέει ο Πάτσας, «στον Παύλο Δελαπόρτα». Είναι πραγματικά κρίμα πού αυτός ο άνθρωπος δεν μνημονεύεται από την Αριστερά. Είναι ο εισαγγελέας που κράτησε όρθιους όλους τους με άδεια αριστερούς στη Θεσσαλονίκη που τους συλλαμβάνανε κάθε πρωί, μα κάθε πρωί, και τους πηγαίνανε στο δικαστήριο. Εκεί, ο Δελαπόρτας τους άφηνε ελεύθερους. Πάμε λοιπόν στον Δελαπόρτα κι αφού του είπαμε την ιστορία, ο Πάτσας άρχισε πλέον και αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά στην υπόθεση, κάτι δεν λειτουργεί. Αποφασίζουμε να πάμε στη διεύθυνση Αστυνομίας.  Τότε επικεφαλής στη διεύθυνση Αστυνομίας ήταν ο γνωστός στρατηγός Μήτσου. Μπαίνουμε στο γραφείο του κι έρχεται μέσα κι ο ασφαλίτης Μπαμπουχτσίδης. Εκθέτει ο Πάτσας το περιστατικό της απαγόρευσης της συγκέντρωσης και του απαντάει ο Μήτσου ότι έπρεπε να είχε ενημερωθεί. Τότε πετάγομαι και του λέω:

«Στρατηγέ, με την ευκαιρία να σας θέσω ένα προσωπικό πρόβλημα που έχω;»
«Τι πρόβλημα;»
«Έχω ένα πρόβλημα ότι κάποιος της Ασφάλειας με παρακολουθεί».
«Αυτά δεν γίνονται, έχουμε δημοκρατία».
«Κι ο κύριος Μπαμπουχτσίδης;»
Τότε, γι’ αυτούς ήταν αμαρτία να τους αποκαλείς με τα ονόματά τους, ήθελαν να είναι πάντα ανώνυμοι. Ο Μήτσου είχε μια μεγάλη μαγκούρα και μου λέει:
«Αφού είναι μαλάκας και σε ακολουθεί και δεν σε καβαλάει για να τον περπατάς στη Θεσσαλονίκη μέσα, τι να κάνω;»
Σηκώνει τη μαγκούρα και μου δίνει μια στον πισινό. Κατεβαίνω από τη διεύθυνση της Ασφάλειας, που είχε γύρω στα σαράντα σκαλοπάτια, μονοκόμματα και φθάνω στην πλατεία Αριστοτέλους χωρίς να πάρω χαμπάρι.

Τελικά έγινε η συνέλευση του σωματείου των οικοδόμων, γιατί απείλησα τον Ευλογημένο με την ποινική ρήτρα. Η συνέλευση ήταν ασφαλοκρατούμενη. Μετά από αυτή τη συνέλευση ο κλοιός της Ασφάλειας έγινε ασφυκτικότερος σε όλο το Διοικητικό Συμβούλιο. Από εκείνη την ημέρα έχουμε ιδιαίτερη παρακολούθηση και στους μεγάλους στην ηλικία συνδικαλιστές. Θυμάμαι, ήμουν τότε 26 χρονών και ο Μήτσος Βαφειάδης ήταν 65άρης, ο Αργυρόπουλος 60άρης, ο Σταύρος Παπαδάκης 55άρης, ο μικρότερος ήταν 45άρης.'Ηταν κι ο Γιώργος Τσιτυσέλης από τις Σέρρες που ήταν 30-32 χρονών. Κάθε φορά που είχαμε Διοικητικό Συμβούλιο μας συλλαμβάνανε και μας πηγαίνανε στο 4ο  Αστυνομικό Τμήμα που ήταν κοντά. Εκεί διοικητής ήταν ο υπομοίραρχος Δούμας, ο μετέπειτα φρούραρχος στην Τζια, όταν ο Παπαδόπουλος φυλακίστηκε από τον Ιωαννίδη εκεί.

Στο Τμήμα μας γδύνανε, μας ξεβρακώνανε και μας κάνανε σωματική έρευνα. Εμένα αυτό δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, για τους μεγάλους όμως ανθρώπους ήταν πάρα πολύ προσβλητικό. Κάθε φορά, προσπαθούσα να βρω κάτι πού να τους κάνει να σταματήσουν αυτή την ενέργεια. Ένα βράδυ, καθώς ήμουν γδυτός μπροστά στο Δούμα κι αυτός αναβόσβηνε τον αναπτήρα μπροστά στα γεννητικά μου όργανα, του λέω: «Κύριε υπομοίραρχε, φαίνεται ότι σας αρέσει να βλέπετε τους άντρες γυμνούς από μπροστά». Μας έβρισε χυδαία κι έδωσε εντολή να ντυθούμε. Από τότε δεν μας κάνανε άλλη φορά αυτό το καψώνι.

Το 1960, με τη μεγάλη απεργία των οικοδόμων στην ΑΘήνα, ήμασταν έτοιμοι να συμπαρασταθούμε, να κατεβούμε κι εμείς σε απεργία, παρόλο που ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Ο Μήτσος Βαφειάδης, ως πρόεδρος του συνδικάτου, ήταν μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, η οποία συνεδρίαζε στην Αθήνα μαζί με τούς ΕΔΑϊτες συνδικαλιστές οικοδόμους. Πήγε στην Αθήνα και μ’ άφησε στο πόδι του. Πριν φύγει μου λέει: «Τα μάτια συυ δέκα τέσσερα. Αν συνεχιστεί η απεργία των οικοδόμων στην ΑΘήνα, να κατεβείτε κι εσείς εδώ σε απεργία συμπαράστασης. Κάνε προκηρύξεις και τρικάκια και θα πας στον Καστρινό». Αυτός πρέπει να 'ταν ένας παλιός μενσεβίκος, αριστερός, δεν είχε όμως ενεργό δράση τότε, είχε ένα τυπογραφείο που δεν το κλείνανε και μ’ αυτόν βολευόμαστε και τυπογραφικά. Ετοιμάζω το υλικό κι έχω έτοιμα και τα συνεργεία για να το μοιράσουμε. Την επαφή με την Αθήνα, όσον αφορά την απεργία, την κρατάει ο Κελτεμλίδης, βουλευτής της ΕΔΑ τότε. Έχουν μπλοκάρει, όμως, τα τηλέφωνα και η επαφή με την Αθήνα είναι αδύνατη. Δεν γνωρίζουμε αν συνεχίζεται η απεργία. Το απόγευμα που ξανασυναντιόμαστε με τον Κελτεμλίδη τον ρωτάω:

«Τώρα τι κάνουμε, που δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με την Αθήνα;»
«Αφού δεν ξέρουμε αν οι οικοδόμοι της Αθήνας απεργούν, πώς θα κατεβείτε εσείς σε απεργία συμπαράστασης;»
 Και δεν κατεβαίνουμε σε απεργία. Την άλλη μέρα επιστρέφει ο Βαφειάδης και με ρωτάει γιατί δεν κατεβήκαμε σε απεργία.
«Αφού δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με την Αθήνα, εντολή του Τάκη Κελτεμλίδη ήταν να μην το κουνήσουμε…»
«Αλήθεια; Έλα εδώ...»
Πάμε στα γραφεία της ΕΔΑ, βρίσκουμε τον Κελτεμλίδη ο οποίος μου λέει:
«Εσύ πήρες την απόφαση να μην κατεβείτε σε απεργία...»
«Είσαι ψεύτης», του λέω. «Εσύ δεν μου έδωσες εντολή, αφού δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με την Αθήνα, να μην κατέβουμε σε απεργία;»
Εκνευρίστηκα. Άρχισα να κλαίω, να κλαίω με λυγμούς. Δεν μπορούσα να αντιδράσω αλλιώς. Έχασα τον κόσμο. Τότε με χτυπάει ο Μήτσος Βαφειάδης στην πλάτη και μου λέει:
«Κατάλαβα... Τα κατάλαβα όλα...»

 Η ζωή μου κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, δεν μπορώ να βρω μεροκάματο. Η μόνη λύση πια είναι να κατεβώ Αθήνα μαζί με την οικογένειά μου."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου